Μέσα στο πέρασμα από τη ζωή, έχω πατήσει το στοπ σε πολλές στάσεις.
Κατέβηκα από το λεωφορείο τραβώντας δρόμους και μονοπάτια πάμπολλα, που με γέμισαν εικόνες, ακούσματα και μυρωδιές.
Μόνο όταν περπατάς μια πόλη και μια ζωή, τις γνωρίζεις καλύτερα.
Όταν κινείσαι ανάμεσα στους ανθρώπους και αηδιάζεις τον ιδρώτα τους, μπορείς να πεις ότι ζεις. Όταν σκανάρεις χαμόγελα, αντιδράσεις, αισθήματα, ενοχικά σύνδρομα, κόμπλεξ και φοβίες, τότε μόνο μπορείς να συνθέσεις μια ιδιαίτερη λογοτεχνία του «δρόμου».
Μια λογοτεχνία που δε φοβάται να ονομάσει μαλακία τη μαλακία και περιγράφει την καθημερινότητα του Νεοέλληνα, όπως είναι και όχι όπως θα ήθελε να είναι, στην παραφιλολογία του ζωηρού παραληρήματός σου.
Τι εξοργίζει τον ωραίο Νεοέλληνα;
Η πίεση να δουλέψει με συνέπεια αντί να σκαλίζει τη μύτη του το πρώτο τετράωρο και να παίζει στοίχημα ή να χαζεύει τσόντες τουλάχιστον στα 2/3, του δευτέρου μισού.
Η συνειδητοποίηση ότι δεν την έχει μεγαλύτερη και πιο πεταχτούλα από έναν οποιοδήποτε μέσο κομπλεξικό, προερχόμενο από την αλλοδαπή.
Η φοβία μήπως δείξει τραγικά το πόσο κάμπριο και ανεγκέφαλος κυκλοφορεί, τουλάχιστον την τελευταία εικοσαετία.
Ο τρόμος μήπως του πάρουν πίσω τα δανεικά, τα αγύριστα, τα χρωστούμενα, τα ξένα που βαφτίστηκαν δικά του, γιατί τα έχει και ο απέναντι, άρα γιατί όχι και αυτός;
Το ξεσκέπασμα της κατίνας, που ξεκατινιάζεται να θάβει ως κατίνες όλες τις υπόλοιπες κατίνες, με τις οποίες συναναστρέφεται και ξεκατινιάζεται στο ξεκατίνιασμα.
Ο ανταγωνισμός του πιο γκλαμουράτου αυτοκινήτου, σπιτιού, παπουτσιού, τσάντας, γκόμενου, γκόμενας, κήπου, πισίνας, γούρνας και ας μην έχει βρακί να σκεπάσει τον κώλο του/της ή και να έχει, στην ουσία το χρωστάει σε 45 τράπεζες και 145 super golden credit cards.
Να αποκαλυφθεί ότι τρέμει τη μέρα που θα φανεί πόσο ανιστόρητος είναι κι ας σκυλοβρίζεται με όποιον τολμήσει να του θίξει την ένδοξη ιστορία του τόπου του.
Να φανεί πόσο απ’ έξω ξέρει να τραγουδάει με νταλκά, ότι είναι πουτάνα εντέλει στην ψυχή η πουτάνα στο άσμα του Οικονομόπουλου, αλλά κατά τα άλλα, το όνομα Ελύτης και Σεφέρης το επαναλαμβάνει σαν καραμέλα κάθε Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο που είναι ανοιχτά τα μαγαζιά, για να αγοράσει το κουλτουριάρικο ίματζ που πασχίζει να πουλήσει.
Να τα κάνει όλα στάχτη και Burberry όταν ξυπνήσει ο μικρός επαναστάτης μέσα στη μικρή ψυχή του, καταστρέφοντας τα πάντα γύρω του, αλλά παραμένοντας επιμελώς μακριά από χημικά, δακρυγόνα και γκλομπς. Μετά, να γυρνάει και να κυκλοφορεί με το φιρμάτο μπλουζί στο κοντινό καφέ και ας μην έχει ευρώπουλο να πληρώσει τη ζάχαρη από το φραπέ.
Η λίστα θα μπορούσε να είναι ατελείωτη. Η λογοτεχνία του «δρόμου» άλλωστε, άμα βγει τσάρκα παίρνει σβάρνα υπολήψεις και δεν υπολογίζει μία μπροστά στη γοητεία που έχει αυτό το γλυκό σάστισμα, που σε πιάνει όταν διαβάζεις την αλήθεια.
Την αλήθεια που τη νιώθεις να κυλάει κάτω από την πέτσα σου, μα φοβάσαι να την κοιτάξεις κατάματα και να της ζητήσεις συγνώμη που τόσον καιρό υπήρξες μαλάκας, φοβικός, ενοχικός.
Τόσον καιρό υπήρξες ένας ακόμα ψευτόμαγκας. Ωραίος ως νεοέλληνας, ωραίος ως ανθέλληνας.